- διβάνι
- και ντιβάνι και διβάνιον, το1. είδος κρεβατιού χωρίς υποστήριγμα για την πλάτη2. (στην Τουρκία την εποχή τών σουλτάνων) η αίθουσα τών κυβερνητικών συνεδριάσεων3. η τουρκική κυβέρνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan].
Dictionary of Greek. 2013.