διβάνι

διβάνι
και ντιβάνι και διβάνιον, το
1. είδος κρεβατιού χωρίς υποστήριγμα για την πλάτη
2. (στην Τουρκία την εποχή τών σουλτάνων) η αίθουσα τών κυβερνητικών συνεδριάσεων
3. η τουρκική κυβέρνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ντιβάνι — το 1. βλ. διβάνι 2. ποιητική συλλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan < περσ. dīwān «λογιστικό βιβλίο»] …   Dictionary of Greek

  • Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • divan — DIVÁN, divane, s.n. I. Canapea fără spătar, pe care se poate şedea sau dormi. II. 1. (În Imperiul Otoman) Consiliu cu atribuţii politice, administrative şi juridice, alcătuit din cei mai înalţi demnitari; (în ţările româneşti) sfat domnesc. ♢… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”